ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΘΕΡΜΟΥ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

Τηλέφωνο:+30-26440-22261

Διεύθυνση: Θέρμο Αιτ/νίας, Τ.Κ.: 30008

E-mail: lyktherm@sch.gr

Συμμετέχοντες μαθητές

Βασιλική Αβαρκιώτη, Λαμπρινή Γκαλπένη, Σταυρούλα Κουκούτση, Γιάννης Λάμπος, Παρασκευή Λιανού, Ελένη Παπαγεωργίου, Κωνσταντίνα Ρεντζή, Πόπη Χαλτούπη, Ιωάννα Κουτσούμπα, Κατερίνα Λάμπου, Κωνστατνίνα Λιανού, Μένια Χαλτούπη Βιολέτα Σαγώνα

Συμμετέχοντες εκπαιδευτικοί

Βενεδικτος Θεολογίτης, Οικονομολόγος, E-mail:benedi60@gmail.com, Συλλογή & ερμηνεία λέξεων

Αικατερίνη Παπασάββα, Φιλόλογος, Συλλογή & ερμηνεία λέξεων

Στέφανος Ουγιάρογλου, Πληροφορικός, M.Sc.,E-mail:stoug@sch.gr, U.R.L.:http://users.sch.gr/stoug,
Σχεδίαση διαδικτυακού τόπου, προγραμματισμός σε περιβάλλον PHP & MySQL


ΑΚΟΥΡΜΑΣ’ ΝΑ Σ’ΠΩ

Η φράση σημαίνει: άκου να σου πω. Η ομάδα που δούλεψε με περίσσιο μεράκι το πρόγραμμα, δεν έχει να μας πει πολλά. Κι αυτό γιατί η γλώσσα – αυτό το ακοίμητο ποτάμι – παίρνει στο διάβα του ανά τους αιώνες, μυρωδιές, αρώματα ενός εξαίσιου, πολυπολιτισμικού ανθόκηπου και μας τα προσφέρει αφειδώλευτα να τα μυρίσουμε. Η πολυπολιτισμικότητα δεν ήταν άνωθεν επιβεβλημένη – κομμένη και ραμμένη στα μέτρα κάποιων – αλλά από κάτω, από τη βιοπάλη, μια πολύχρονη – οδυνηρή διαδικασία, μια γέννηση, μια δημιουργία. Τουρκικές, σλαβικές, αλβανικές , ιταλικές και κυρίως αρχαιοελληνικές προσμίξεις, στολίζουν χωρίς συμπλέγματα – κατωτερότητας ή ανωτερότητας – τούτο το μπαχτσέ.
Είναι παραπάνω από σίγουρο ότι δεν εξαντλήσαμε όλες τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι παλιότεροι ή ότι όσες συγκεντρώσαμε απαντώνται μόνο στο Απόκουρο. Υπάρχουν και λέξεις της Νεοελληνικής που έχουν όμως υποστεί … «ελαφρά» αλλοίωση στην εκφορά τους. Έτσι το σκυλί γίνεται σ’κλί, το κουτί, κ’τί και το κουκί, κ’κί. Σήμερα όμως, πολλές έχουν εκτοπιστεί από τον καθημερινό λόγο, είτε γιατί αφορούσαν πράγματα ή ασχολίες που εξέλιπαν (αρέλεγος, ζβάρνα, τσαραντάνι κλπ) είτε γιατί ο «πολιτιστικός» ιμπεριαλισμός της τηλεόρασης, η ξενιτιά στην Αθήνα ή σε άλλα αστικά κέντρα, τις εκτόπισαν από την καθημερινή χρήση, για να μην θεωρηθούμε – όσοι τις χρησιμοποιούμε - «χωρικόβιοι», «ταγάρια», «τραχανοπλαγιές» ή ότι άλλο νόστιμο ή κρύο οι «αστοί» - τρομάρα τους - μας αποκαλούν. Η προσπάθεια – αλίμονο - έχει ατέλειες. Εξάλλου δεν διεκδικούμε δάφνες γλωσσολόγων ή λαογράφων. Διατηρούμε πολλές επιφυλάξεις για την ορθογραφία αρκετών λέξεων καθώς και για την προέλευσή τους.
Η προσπάθεια στο σύνολό της επιδέχεται βελτιώσεων καθώς το διαδύκτιο μας δίνει τεράστιες δυνατότητες προς την κατεύθυνση αυτή. Έτσι όποιος έχει τις γνώσεις, το μεράκι, τις αντιρρήσεις, τις παρατηρήσεις και τις διαφωνίες του, ευπρόσδεκτες, καλοδεχούμενες και συζητήσιμες.
Στην ορεινή Τριχωνίδα, η εκφορά του λόγου έχει πάρα πολλές ομοιότητες με εκείνη της υπολοίπου Δ. Ελλάδας. Εύκολα θα συζητήσει ο Αποκουρίτης με τον Ξηρομερίτη, το Βαλτνό, τον Ηπειρώτη, τον Ευρυτάνα ή τον Λαμιώτη. Υπάρχουν διαφορές – κυρίως με τους Ηπειρώτες – που δεν βάζουν όμως ανυπέρβλητες δυσκολίες στην επικοινωνία.

Μερικοί «κανόνες» στην προφορά είναι οι παρακάτω:
Στην περιοχή είμαστε «τσακωμένοι» με τα φωνήεντα. Είτε τα απαλείφουμε από το λόγο μας είτε τα αλλάζουμε. Έτσι:
1. Τρέφουμε μια αδυναμία στο ου και στο ι. Έτσι τα ο και ω όταν είναι άτονα γίνονται ου: κουρίτσ’ (= κορίτσι), σκάβου (= σκάβω). Επίσης τα ε και αι όταν είναι άτονα γίνονται ι: ιδώθι (εδώθε), πιδί (= παιδί)
2. Το γοργόν και χάριν έχει. Έτσι, πάνε στο καλό τους:

το άτονο τελικό ι, στα ουδέτερα ουσιαστικά: σπίτ' (=σπίτι), χέρ' (=χέρι),
το άτονο τελικό η στα θηλυκά: μύτ' (=μύτη), Τρίτ' (=Τρίτη)
το ου των γενικών όταν δεν τονίζεται: τ’ ανθρώπ’ (= του ανθρώπου)
το άτονο ει στα ρήματα του β΄ και γ΄ ενικού προσώπου: γράφ'ς, (=γράφεις), γράφ’ (= γράφει)
το αρχικό φωνήεν α από μερικές λέξεις: γελάδα (=αγελάδα).

3. Όλα τα άτονα φωνήεντα και δίψηφα φωνήεντα που κάνουν το λάθος να βρίσκονται ανάμεσα σε σύμφωνα, ως δια μαγείας, εξαφανίζονται: σ'κώνουμι (=σηκώνομαι), μ'κρός (=μικρός), π'νάου (=πεινάω), αλ'πού (=αλεπού), κ'τάβι (=κουτάβι), σκ'λί (=σκυλί).
4. Σε μερικές λέξεις την «πληρώνουν» και τα σύμφωνα. Έτσι τα δάχτυλα γίνονται δάχ'λα
5. Η κατάχρηση του ασυναίρετου τύπου των φωνηεντόληκτων ρημάτων αλλά και η δημιουργία φωνηεντόληκτων τύπων σε συμφωνόληκτα. Έτσι έχουμε το κ’νάου (= κινώ) αλλά και το αβγατάου (=αβγατίζω), αμπουδάου (=εμποδίζω) κλπ.
6. Στα πιο απομακρυσμένα από το Θέρμο χωριά – αλλά και μέσα στο Θέρμο – το σ, το τσ, το ξ και το ζ προφέρονται λίγο δασά, με κάποια υπόνοια γαλλικής εκφοράς, τουλάχιστον όσον αφορά το σίγμα. Έτσι πολλοί λένε διάchιλου (= διάσελο), κλαπάchα (= κλαπάτσα), κchιαστουχάου (= ξαστοχάω) κλπ.
7. Η … περίεργη – λίγο παχιά, λίγο σαν να υπάρχουν περισσότερα ι, λίγο σαν να ζουμπιέται το λ ή το ν - εκφορά του λι και του νι. Ας θυμηθούμε το περίφημο πια «Αμαλία» του τηλεοπτικού «παραπέντε».
8. Μια άλλη παραδοξολογία είναι η προσπάθεια … σλαβοποίησης της ελληνικής γλώσσας, με κατάχρηση σε πολλές καταλήξεις ανδρικών ονομάτων ή επιθέτων καθώς και στις κτητικές αντωνυμίες τους, της, τις που εκφέρονται ως τς. Έτσι ο Μάκης γίνεται Μάητς, ο Τάκης Τάητς, ο δικός τους δικός τς, ο Αυλωνίτης Αυλωνίτς κλπ. Λέγεται, ότι πριν αρκετά χρόνια όταν οι ξένοι ποδοσφαιριστές στην Ελλάδα ήταν πολύ λίγοι – πόσο μάλλον στη Β’ Εθνική – αγρινιώτες φίλαθλοι του Παναιτωλικού στην Αθήνα, φώναζαν εν χορώ στους παίκτες της ομάδας τους: λιώστιτς,…… αφανίστιτς. Που σημαίνει: λιώστε τους, μια προστακτική που δεν γράφεται, αφανίστε τους. Κάποιος Αθηναίος φίλαθλος της αντιπάλου ομάδας σχολίασε: σαν πολλούς Γιουγκοσλάβους δεν έχει ο Παναιτωλικός!!!
9. Όταν η αιτιατική του ενικού στα αρσενικά και τα θηλυκά ακολουθείται από λέξεις που αρχίζουν από κ, π, τ, τότε στην εκφορά τους ακούγεται γκ, μπ, ντ αντίστοιχα και μάλιστα – στα θηλυκά - ενωμένο, συνεχόμενο με τη λέξη. Π. χ. τ’μπυροστιά (=την πυροστιά), το μπόνο (= τον πόνο), τ’γκαμπάνα (= την καμπάνα), το γκόμπο (= τον κόμπο), τ’ντυρόπιτα (= την τυρόπιτα), το ντοίχο (= στον τοίχο).
10. Μια άλλη παραδοξολογία είναι ο τονισμός – κυρίως ρημάτων – πριν την προπαραλήγουσα, στην τέταρτη από το τέλος συλλαβή. Π. χ. έφαγαμι, έκατσαμι, φώναξατι, κρύουσαμι κλπ.
Όσον αφορά στις επιρροές από λέξεις τουρκικής, αλβανικής, σλαβικής ή ιταλικής προέλευσης αυτές επικράτησαν γιατί οι άνθρωποι δεν κατέχονταν από ρατσιστικές διαθέσεις, από στείρο «φιλολογισμό» ή άλλους λόγους, αλλά επειδή ήταν πρακτικοί άνθρωποι με λίγες γραμματικές γνώσεις. Έτσι ενσωμάτωσαν λέξεις πιο σύντομες, πιο εύηχες ή πιο κυριολεκτικές.

Θερμές ευχαριστίες πρέπουν στον κυρ-Κώστα Γιαννούλη, τη «ψυχή» του σχολείου μας. Στους οικείους των παιδιών της ομάδας και όχι μόνο, για την πολύτιμη συνεισφορά τους. Στον άνθρωπο που τιμά τη λέξη «συνάδελφος», Στέφανο Ουγιάρογλου

Βενέδικτος Θεολογίτης

ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ – ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ

Με τη γλώσσα του ο άνθρωπος αιχμαλωτίζει το σύμπαν… Μέσω αυτής αποτυπώνεται η φυσιογνωμία του λαού που την ομιλεί, καθώς συνιστά όχι απλώς μέσο έκφρασης και έναρθρη ενσάρκωσή του, αλλά είναι συνυφασμένη με την ίδια του την υπόσταση και την ιστορική του συνέχεια. Αποτελεί πρωταρχικό συστατικό της διαχρονικής παρουσίας του έθνους και της ιδιαίτερης ιδιοσυστασίας του, που αποκρυσταλλώνει τις αναζητήσεις, τις πεποιθήσεις, το συναισθηματικό υπόβαθρο, το εύρος των νοητικών δυνατοτήτων, τον τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας, την ηθική αξιολογία, τους οραματισμούς, τη συνείδηση της μοίρας ενός λαού.
Αν, όμως, η κοινή γλώσσα είναι αυτή που προσφέρει την οικείωση με τον πλατύ ορίζοντα του εθνικού μας πολιτισμού, οι ντοπιολαλιές είναι η γλώσσα της άμεσα βιωνόμενης εγγύτητας του τόπου καταγωγής μας, στοιχεία δηλωτικά της πολυμορφίας και της ετερογένειας της ενιαίας ελληνικής γλώσσας, που συνυφαίνονται με τη δομή και τη λειτουργία της γλωσσικής κοινότητας την οποία εκφράζουν, αλλά και τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες.
Η μητρική γλώσσα με τη μορφή της τοπικής διαλέκτου είναι στενά συνδεδεμένη με την ιδιαίτερη πατρίδα μας, με τη φυσιογνωμία του τόπου που μας γέννησε. Είναι η γλώσσα της συνομιλίας μας με το βιοτικό μας χώρο, όπου γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε, η γλώσσα που σώθηκε στο στόμα των γονιών και των παππούδων μας, η γλώσσα του παιχνιδιού και της γιορτής, του καθημερινού μόχθου και της ανάπαυσης, του εθίμου και του τραγουδιού. Είναι η βιωματική και συγκινησιακή πλευρά της γλώσσας, μέσα από την οποία αντικρίζουμε κι εκφράζουμε, ερμηνεύουμε, αξιολογούμε κι αισθανόμαστε τον κόσμο με τους δικούς της τρόπους έκφρασης, το δικό της λεκτικό πλούτο, τη δική της φωνητική χρωματική. Με τη ντοπιολαλιά ο περιβάλλων κόσμος εξανθρωπίζεται, μεταπλάθεται σ’ έναν οικείο, εσωτερικό – υποκειμενικό κόσμο, καθώς η γλώσσα αυτή γίνεται ο ίδιος ο δεσμός μας με τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Τα γλωσσικά ιδιώματα εμπλουτίζουν την εθνική γλώσσα, την καθιστούν ευέλικτη, ποικιλόχρωμη και είναι συνυφασμένα με την κοινωνική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα μιας γλωσσικής κοινότητας. Εμπεριέχουν τη σοφία και την εμπειρία μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας και διατηρούν τους δεσμούς με την παράδοση, καθιστώντας έτσι τις τοπικές κοινωνίες με τις γλωσσικές τους ιδιομορφίες θερμοκήπια πολιτισμού. Οι ντοπιολαλιές αποδίδουν παραστατικά το πνεύμα και το ήθος του λαού, καθώς εμπεριέχουν το «άρωμα» του τόπου που τις γέννησε και περικλείουν τη φυσιογνωμία του, αναβλύζοντας τη γνήσια και αυθεντική λαϊκή ψυχή.
Ωστόσο, συχνά τα ιδιώματα αντιμετωπίζονται μειωτικά από τους ομόγλωσσους, η χρήση τους αποθαρρύνεται και συχνά στιγματίζεται, θεωρώντας την κοινή ελληνική γλώσσα «ορθότερη», «ωραιότερη», κι έτσι, τείνουν να προσαρμόσουν τον τρόπο ομιλίας τους με αυτή, γεγονός που συνιστά ένδειξη γλωσσικής ανασφάλειας, πενίας και αστικού νεοπλουτισμού, με συνέπεια να παραγκωνίζεται η ντοπιολαλιά και να εξασθενίζει. Έτσι, οι ελληνικές διάλεκτοι ισοπεδώνονται, αδικούνται, αγνοώντας συχνά την ύπαρξη αρχαίου διαλεκτικού υποστρώματος στα νεοελληνικά τοπικά ιδιώματα και καταδικάζονται σε μια ιδιότυπη γλωσσική λήθη, εφόσον σήμερα με την εξάπλωση των μέσων μαζικής ενημέρωσης και μεταφοράς, τα ιδιώματα έχασαν την «καθαρότητά» τους ή καταδικάστηκαν ορισμένες λέξεις σε αχρησία. Όμως, η καλλιέργεια των ιδιωματικών εκδοχών της ελληνικής γλώσσας και η διατήρηση των διαλεκτικών θυλάκων της, που επιζούν με διαφορετικούς βαθμούς ζωτικότητας σε ποικίλες γλωσσικές νησίδες, θα πρέπει να συμβάλλει στην ανάσχεση της υποχώρησής τους, δίχως, όμως, να προσλάβει χαρακτήρα φολκλορικό. Θα πρέπει, όμως, και να περιορίζεται σε λογικά όρια, καθώς η επίμονη χρήση τους μπορεί να λειτουργήσει αποθαρρυντικά για την εκμάθηση της ενιαίας ελληνικής γλώσσας στα πλαίσια της εκπαιδευτικής διαδικασίας ή να αποβεί επιβλαβής, λόγω των ενδεχόμενων τοπικιστικών ή αποσχιστικών τάσεων, που θα μπορούσαν να εγείρουν.
Το έθνος κράτησε σε μεγάλο βαθμό τη μνήμη του και άντλησε την ανανεωτική του δύναμη μέσα από τη γλωσσική του παρουσία. Τούτο, βέβαια, δε σημαίνει πως αυτή η παρουσία δε δοκιμάζεται διαρκώς και δεν υπόκειται στον κίνδυνο της φθοράς. Η επιβίωση των ντοπιολαλιών και των γλωσσικών ιδιαιτεροτήτων του κάθε τόπου με τη σύσταση φορέων μελέτης και διατήρησής τους είναι ιδιαίτερα σημαντική, χωρίς, όμως, να αντιμετωπίζονται ως μνημειακά υπολείμματα, αλλά ως πηγές, που συμβάλλουν στη διατήρηση του πολιτισμικού πλούτου της περιοχής όπου μιλιούνται.

Αικατερίνη Παπασάββα

        © Copyright 2008. Γενικό Λύκειο Θέρμου Αιτωλοακαρνανίας